- διατοξευόμενος
- διατοξεύωshoot throughpres part mp masc nom sgδιατοξεύωshoot throughpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διατοξεύω — (AM) [τοξεύω] μέσ. παραβγαίνω στο τόξο, στη σαΐτα («Ἀλέξανδρος ἀποθνήσκει Φιλοκτήτη διατοξευόμενος») αρχ. 1. ρίχνω βέλη 2. (για λόγους) απευθύνομαι ξαφνικά σε κάποιον («λόγον ἐπίκουρον τῷ Θεαγένει διετόξευσεν») … Dictionary of Greek